- μπαλουβάρδο
- το (Μ μπαλουβάρδο και μπελοβάρδιν και μπελοβάρδο και μπελογβάρδιν)προπύργιο, προτείχισμα, προμαχώνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. baluardo, baloardo (πρβλ. βεν. baloardo). Οι τ. μπελοβάρδω, μπελοβάρδο, μπελογβάρδιν από το πάλαιότ. γαλλ. bollevart].
Dictionary of Greek. 2013.